δαιμόνισμα

δαιμόνισμα
τό
1) беснование, неистовство; одержимость; 2) поддразнивание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δαιμόνισμα" в других словарях:

  • δαιμόνισμα — το το πείραγμα, η εξόργιση: Δεν άντεξε στο δαιμόνισμα και του επιτέθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαιμόνισμα — το [δαιμονίζω] 1. το να δαιμονίζει κανείς κάποιον 2. το να είναι κάποιος δαιμονισμένος 3. το συνεχές, ενοχλητικό πείραγμα …   Dictionary of Greek

  • εξαγρίωση — η 1. η μεταβολή από την ήμερη κατάσταση στην άγρια, αποθηρίωση. 2. μτφ., εξοργισμός, εξόργιση, το δαιμόνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»